μεθυπεδησάμην

μεθυπεδησάμην
μετά , ὑπό-δέομαι
lack
aor ind mp 1st sg
μετά , ὑπό-δέω 2
lack
aor ind mid 1st sg
μετά-ὑποδέω
bind
aor ind mid 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεθυποδούμαι — μεθυποδοῡμαι, έομαι (Α) φορώ παπούτσια άλλου, αλλάζω τα παπούτσια μου με τα παπούτσια άλλου («μεθυπεδησάμην μιμουμένη σε καὶ κτυποῡσα τοῑν ποδοῑν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὑποδοῦμαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”